- συναδέλφου
- συνάδελφοςone that has a brothermasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek
προσεπικαλώ — έω, ΝΑ 1. εγκαλώ κατηγορώ κάποιον για κάτι ακόμη, εκτός από εκείνα για τα οποία ήδη τόν έχω μηνύσει («πολλὴν μέθην προσεπικαλέσονται», Νικηφ.) 2. μέσ. προσεπικαλοῡμαι, έομαι (κυρίως σχετικά με αντιδίκους σε δικαστήριο) επικαλούμαι επί πλέον… … Dictionary of Greek
υποσκάπτω — ὑποσκάπτω ΝΑ, και υποσκάβω Ν [σκάπτω] σκάβω αποκάτω νεοελλ. μτφ. 1. υπονομεύω 2. κλονίζω, φθείρω κάτι με συνεχείς προσπάθειες («μεταχειρίστηκε όλα τα μέσα για να υποσκάψει την θέση τού συναδέλφου του») αρχ. 1. σκάβω γύρω από κάτι και επιφανειακά… … Dictionary of Greek
φλομώνω — και φλωμώνω και σφλομώνω Ν [φλόμος / σφλόμος] 1. ναρκώνω τα ψάρια ρίχνοντας στη θάλασσα φλόμο, ναρκωτική ουσία από το ομώνυμο φυτό 2. διαχέω καπνό, συνήθως δύσοσμο, δημιουργώντας αποπνικτική ατμόσφαιρα («μας φλόμωσες με τα τσιγάρα σου») 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
Λαβουαζιέ, Αντουάν Λοράν — (Antoine Laurent Lavoisier, Παρίσι 1743 – 1794). Γάλλος φυσικός και χημικός, θεμελιωτής της σύγχρονης χημείας. Γιος πλούσιου δικηγόρου, απέκτησε εξαίρετη μόρφωση και ιδίως μοναδική προπαρασκευή στη φυσική και στα μαθηματικά, η οποία επέδρασε πολύ … Dictionary of Greek
Λοράν, Ογκίστ — (Αuguste Laurent, Λα Φολί, Άνω Μάρνης 1807 – Παρίσι 1853). Γάλλος χημικός και πανεπιστημιακός. Αποφοιτώντας το 1829 από τη σχολή ορυκτολογίας του Παρισιού, εργάστηκε για κάποιο διάστημα ως βοηθός του Ζ. Ντιμά, ενώ στη συνέχεια ανέλαβε τη θέση του … Dictionary of Greek
Μάλθους, Τόμας Ρόμπερτ — (Thomas Robert Malthus, Ντόρκιν, Σάρεϊ 1766 – Χεϊλιμπέρι, Χέρτφορντ 1834). Άγγλος οικονομολόγος. Ήταν ο δευτερότοκος γιος από τα οκτώ παιδιά του Ντάνιελ Μάλθους, ενός επαρχιακού ευγενούς. Σπούδασε στο Κολέγιο του Ιησού στο Πανεπιστήμιο του… … Dictionary of Greek
Φιλώτας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Εταίρος του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ήταν γιος του στρατηγού Παρμενίωνα. Στη διάρκεια της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία, ήταν διοικητής του ιππικού των εταίρων. Κατηγορήθηκε από τους εχθρούς του ότι δεν… … Dictionary of Greek